- προσφθέγματι
- πρόσφθεγμαaddressneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσφθεγμα — έγματος, τὸ, ΜΑ [προσφθέγγομαι] προσφώνηση, χαιρετισμός («νεκροὺς ἐξανέστησας, ζωοποιῷ σου προσφθέγματι», Μηναί.) αρχ. επίθετο, προσωνυμία («Σαπφοῡς τὸ ἡδὺ πρόσφθεγμα», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek
προσφθέγματ' — προσφθέγματα , πρόσφθεγμα address neut nom/voc/acc pl προσφθέγματι , πρόσφθεγμα address neut dat sg προσφθέγματε , πρόσφθεγμα address neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)